ζίμενς

ζίμενς
Η μονάδα της ηλεκτρικής αγωγιμότητας στο Διεθνές Σύστημα Μονάδων. Ορίζεται ως η αγωγιμότητα ενός υλικού που παρουσιάζει αντίσταση ενός ομ. Παλαιότερα ονομαζόταν mho από αντιστροφή της λέξης ohm.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Ζίμενς, φον- — (von Siemens). Επώνυμο γερμανικής οικογένειας μηχανικών και βιομηχάνων. 1. Βέρνερ (1816 – 1892). Κατατάχθηκε εθελοντής στον πρωσικό στρατό και το 1848 υπηρέτησε ως λοχαγός του πυροβολικού. Το 1847 άνοιξε μικρό εργαστήριο επισκευών τηλεγραφικών… …   Dictionary of Greek

  • αεραέριο ή αέριο Ζίμενς — Αέριο το οποίο ονομάζεται επίσης και φτωχό, εξαιτίας της χαμηλής θερμαντικής ικανότητάς του. Αποτελείται κυρίως από άζωτο, σε ποσοστό 65 70% και μονοξείδιο του άνθρακα (CO) κατά 25% περίπου. Τα υπόλοιπα συστατικά του είναι υδρογόνο, διοξείδιο του …   Dictionary of Greek

  • κάμινος — Μηχάνημα και εγκατάσταση (ονομάζεται και φούρνος ή καμίνι) που παράγει θερμότητα με τη χρησιμοποίηση καύσιμων στερεών υγρών και αερίων ή με την εκμετάλλευση της ηλεκτρικής ενέργειας. Εκτός από αυτές τις κ. υπάρχουν επίσης κ. που αξιοποιούν τη… …   Dictionary of Greek

  • χάλυβας — Κράμα του σιδήρου, στο οποίο περιέχεται άνθρακας κατά 1,7 1,8% και άλλα μεταλλικά και μη μεταλλικά στοιχεία, κατάλληλα για να προσδώσουν στο κράμα ειδικές ιδιότητες (βανάδιο, βολφράμιο, νικέλιο, χρώμιο), ενώ άλλα στοιχεία βρίσκονται ως… …   Dictionary of Greek

  • αέριο — Σώμα σε κατάσταση τέτοια που δεν χαρακτηρίζεται ούτε από το σχήμα ούτε από τον όγκο του και αυτό οφείλεται στη σχεδόν πλήρη ελευθερία κίνησης των συστατικών σωματιδίων του και των σχετικά μεγάλων αποστάσεων μεταξύ τους. Η ύπαρξη χώρου μεταξύ των… …   Dictionary of Greek

  • βαθομετρικοί χάρτες — Χάρτες που περιέχουν το βάθος των θαλασσών σε κάθε σημείο τους και με βάση τους οποίους μπορεί να παρασταθεί η τοπογραφική διαμόρφωση του πυθμένα. Τα σημεία του χάρτη έχουν τιμές αρνητικές ως προς τη στάθμη της θάλασσας. Χρήση των β.χ. γίνεται… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Γκρόπιους, Βάλτερ — (Walter Gropius, Βερολίνο 1883 – Λίνκολν, Μασαχουσέτη 1969).Γερμανός αρχιτέκτονας και θεωρητικός. Υπήρξε ο ιδρυτής του Μπάουχαους (Bauhaus). Καταγόταν από οικογένεια στην οποία το επάγγελμα του αρχιτέκτονα αποτελούσε παράδοση. Παρακολούθησε πρώτα …   Dictionary of Greek

  • Μαρτέν, Πιερ Εμίλ — (Pierre Emile Martin, Μπουρζ 1824 – Φουρσαμπό 1915). Γάλλος μηχανικός και εφευρέτης. Φοίτησε στη Σχολή Μεταλλείων του Παρισιού και εργάστηκε στα σιδηρουργεία του πατέρα του στο Φουρσαμπό και στο Σερέιγ. Εκεί επιδόθηκε σε πειράματα για την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”